Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση με καλλιτέχνες & επαγγελματίες του κέντρου στο Τριανόν
Στον φιλόξενο χώρο του ιστορικού κινηματογράφου «Τριανόν», στη Βικτώρια, μίλησε το απόγευμα της Δευτέρας 19 Σεπτεμβρίου ο υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας με τη «Λαϊκή Συσπείρωση», Νίκος Σοφιανός σε εκδήλωση - συζήτηση με καλλιτέχνες και επαγγελματίες του κέντρου.
Ομιλητές ήταν, επίσης, η υποψήφια δημοτική σύμβουλος Μαρία Λυσικάτου, γενική διευθύντρια του «Τριανόν» και η Κατερίνα Γεράκη, δικηγόρος, υποψήφια περιφερειακή σύμβουλος Κεντρικού Τομέα Αττικής. Παρεμβάσεις έκαναν η ηθοποιός Μαριάνθη Σοντάκη και ο Θεοδόσης Μπενάτος, μέλος του ΔΣ του ΟΠΑΝΔΑ, υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι.
Τη συζήτηση συντόνισε ο stand - up κωμικός Αριστοτέλης Ρήγας.
Πρέπει αναβαθμιστούν οι πολιτιστικές δομές και υποδομές της Αθήνας
Στην ομιλία του ο Νίκος Σοφιανός στάθηκε στη αντίληψη της διοίκησης του Δήμου της Αθήνας για τον Πολιτισμό, αλλά και στις προτάσεις και διεκδικήσεις για τον συγκεκριμένο τομέα που έχει η «Λαϊκή Συσπείρωση».
«Θα προσπαθήσω να δώσω όσο γίνεται πιο περιληπτικά τη σχέση του Πολιτισμού με τη διοίκηση του δήμου αυτής της πόλης και από την άλλη το πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς, με ποιες προτεραιότητες και με ποιες θέσεις - προτάσεις βάζουμε στη συζήτηση το θέμα αυτή την περίοδο, κρατώντας ως σημείωση ότι αυτά που θα πούμε είναι θέματα και προτάσεις, είναι διεκδικήσεις τις οποίες όλα αυτά τα χρόνια και στη θητεία του Κ. Μπακογιάννη, τα είχαμε σταθερά στη δική μας ατζέντα και εκφράζονταν σε πάρα πολλές παρεμβάσεις μας στο Δημοτικό Συμβούλιο, αλλά και στις σχέσεις μας με τους πολιτιστικούς και τους επαγγελματικούς φορείς της πόλης που λειτουργούν στον πολιτισμό και φυσικά στις τοποθετήσεις μας στον ΟΠΑΝΔΑ και στην Τεχνόπολη, μέσω των εκπροσώπων της "Λαϊκής Συσπείρωσης" στα ΔΣ των δύο οργανισμών.
Υπάρχουν συγκεκριμένες εμβληματικές αποφάσεις της απερχόμενης δημοτικής αρχής που δείχνουν την αντίληψή τους για τον πολιτισμό», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Ν. Σοφιανός.
Η πρώτη: Ο δήμος πληρώνοντας 600.000 ευρώ το χρόνο ενοίκιο και αναλαμβάνοντας το κόστος ανακατασκευής νοίκιασε από το Υπερταμείο το θέατρο του Λυκαβηττού, θέλοντας να κάνει άλλο έναν συναυλιακό χώρο στην Αθήνα. Μπορεί να υπάρχουν πολλές και θετικές και αρνητικές σκέψεις. Όμως είναι προτεραιότητα να δίνονται 600.000 ευρώ τον χρόνο για να νοικιαστεί αυτός ο χώρος, με δεδομένες τις ανάγκες των δημοτών συνολικά και στον τομέα του πολιτισμού; Και, βέβαια, διαβάζοντας κανείς μόνο το πρόγραμμα των συναυλιών που έχει ανακοινώσει ο δήμος, είναι φανερή η αντίληψή τους που βασίζεται στη λογική ό,τι «πουλάει», ό,τι μαζεύει «πελατεία», το παρουσιάζουμε.
Η δεύτερη: Ενώ υποτίθεται ότι δεν θέλουμε -θα έχετε ακούσει τον Κ. Μπακογιάννη να μιλάει για την disneyland των ξενοδοχείων- προχωράει βίαια η μετατροπή της πόλης σε ένα απέραντο ξενοδοχειακό πάρκο – πάρκο βραχυχρόνιας μίσθωσης και την ίδια ώρα εμβληματικά σημεία πολιτισμού αυτής της πόλης κινδυνεύουν ή είναι στη διαδικασία να χαθούν. Αναφέρομαι στη σοβαρή παρέμβαση που έγινε και ειδικά από νέους ανθρώπους για τη σωτηρία των δύο ιστορικών σινεμά στο κέντρο Αθήνας, ή για τη Στοά του Βιβλίου, που μόνο εμείς το βάζουμε, που στο πλαίσιο αυτού του πακέτου της αναβάθμισης και των επενδύσεων του ξενοδοχειακού κεφαλαίου, μετατρέπεται σε ένα mall μεσογειακής διατροφής. Και αυτό δείχνει πώς αντιλαμβάνεται αυτή η διοίκηση τη σχέση της με τον πολιτισμό.
Και φυσικά, υπάρχει η προγραμματική σύμβαση για τον Πολιτισμό 14 εκατομμυρίων ευρώ, που ψηφίστηκε το 2021, με φορέα υλοποίησης την Τεχνόπολη που στο Δημοτικό Συμβούλιο είχε συναντήσει την έντονη αντίδρασή μας, αλλά και φορέων όπως του ΣΕΗ, του ΠΜΣ γιατί ουσιαστικά βλέπει τον Πολιτισμό σαν ένα μέρος της τουριστικής βιομηχανίας, σαν τμήμα δράσεων που αναβαθμίζει και κάνει πιο διεισδυτικό το τουριστικό προϊόν της Αθήνας, αυξάνοντας την πελατεία για όλη αυτή τη βιομηχανία (τουρισμού – εστίασης – ψυχαγωγίας) που μετατρέπει ολόκληρες γειτονιές και περιοχές της πόλης σε διασκεδαστήρια.
Χαρακτηριστική είναι -στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αντίληψης- και η απόφαση που πήρε το καλοκαίρι το Δημοτικό Συμβούλιο με την ψήφο των άλλων συνδυασμών, να διαθέσει 2,2 εκ. ευρώ σε μια προγραμματική σύμβαση για να διαφημιστεί η Αθήνα ως μια πόλη που μπορεί να γυρίζονται κινηματογραφικές ταινίες. Ενώ, την ίδια στιγμή απουσιάζει η μέριμνα για το πώς θα στηριχθεί στην πράξη η δημιουργία νέων ανθρώπων, για πώς θα αξιοποιηθεί αυτό το μέσο ακόμα και για να αναδεικνύει τις αντιθέσεις αυτής της πόλης. Γιατί, είναι η πόλη που έχει σχεδόν το 1/3 των κατοίκων της κάτω ή στα όρια της φτώχειας, είναι η πλέον πολυπολιτισμική πόλη της Ελλάδας με το σχεδόν 20% του μόνιμου πληθυσμού της να είναι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, είναι η πόλη στην οποία ζούμε, δουλεύουμε, μεγαλώνουμε τα παιδιά μας και δεν δεχόμαστε να αντιμετωπίζεται σαν πεδίο για την κερδοφορία από τη μια του ξενοδοχειακού, επισιτιστικού, τουριστικού κεφαλαίου και από την άλλη του κεφαλαίου του real estate που έχει αγοράσει εκτάσεις στο κέντρο και σε γειτονιές, αλλά και στην αδόμητη περιοχή της πόλης, τον Ελαιώνα και τον Βοτανικό, για να τον μετατρέψει σε εμπορικά, επιχειρηματικά πάρκα κλπ.
Οι προτάσεις της «Λαϊκής Συσπείρωσης»
Οι δικές μας θέσεις από τη μία εκφράζουν την αντίθεση στο μοντέλο που υλοποιείται και από την άλλη διατυπώνουμε προτάσεις που μπορεί να αλλάξουν, να βελτιώσουν, να δώσουν μια άλλη αύρα στη λειτουργία αυτής της πόλης. Πιο συγκεκριμένα:
Μια πρώτη ενότητα είναι ο δήμος με τις πολιτιστικές δομές και υποδομές του. Πρόκειται για δομές υποστελεχωμένες, καθώς, ουσιαστικά, ο δήμος αξιοποιεί την Ανώνυμη Εταιρεία του, την Τεχνόπολη, και επιλέγει να το κάνει αυτό γιατί η Τεχνόπολη είναι πρωτίστως επιχειρηματική δραστηριότητα. Εκεί, διαμορφώνονται παρεμβάσεις, πολλές από αυτές είναι και αξιόλογες, αλλά πάντα με κριτήριο το κέρδος. Και αυτό αφορά το σύνολο των πολιτιστικών της δραστηριοτήτων, π.χ. από τα πανάκριβα χριστουγεννιάτικα events της μέχρι τα καλοκαιρινά camp που κοστίζουν 140 ευρώ το παιδί για μία εβδομάδα!
Για εμάς οι πολιτιστικές δομές και υποδομές του δήμου πρέπει αναβαθμιστούν, να στελεχωθούν με μόνιμο προσωπικό. Να αναβαθμιστούν τα πνευματικά κέντρα που υπάρχουν, να αναβαθμιστεί η ιστορική Δημοτική Βιβλιοθήκη που έχει «πεταχτεί» στον Σταθμό Λαρίσης και δεν μπορεί να αναπτύξει δράσεις, πρώτα και κύρια στα σχολεία, ώστε να ενισχυθεί η προσπάθεια δημιουργίας σχέσης των νέων με το βιβλίο. Χρειάζεται να υπάρξει συγκεκριμένο πρόγραμμα που να συνδέει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη με τις 7 Δημοτικές Κοινότητες και τα σχολεία, καλλιεργώντας τους απαραίτητους όρους για τη διάδοση του βιβλίου.
Επίσης, οι πολιτιστικές δομές να ανοιχτούν στα ζωντανά κύτταρα της κάθε Δημοτικής Κοινότητας και να συνδιαμορφώσουν μαζί με τους φορείς και τις συλλογικότητες της γειτονιάς δράσεις, δίνοντας βάρος στα σχολεία. Ο δήμος να αξιοποιήσει όχι μόνο τις υποδομές που έχει, αλλά να δώσει και τη δυνατότητα να στηριχθεί αυτή η δραστηριότητα, χωρίς κόστος για τους δημότες και τους κατοίκους, καταργώντας την όποια ανταποδοτικότητα.
Μια δεύτερη ενότητα θεμάτων είναι ο πολιτισμός ως λειτουργία αυτής της πόλης και αυτό έχει να κάνει με την προσπάθεια να μιλήσουμε και να σχεδιάσουμε δράσεις και προγράμματα μαζί με τους φορείς του πολιτισμού που υπάρχουν στην πόλη. Να γίνουν «συνδιαμορφωτές» σε μια σειρά παρεμβάσεις.
Μια τρίτη ενότητα είναι η συζήτηση με τους επαγγελματίες του χώρου του πολιτισμού για τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους και αναφερόμαστε στις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις και το πώς θα στηριχθούν. Να διαμορφώσουμε «μνημόνια» συνεργασίας με το ΕΕΤΕ, με τις Ενώσεις μικρών και μεσαίων θεατρικών σκηνών, μουσικών σκηνών, κινηματογραφικών αιθουσών, αλλά και οικονομικής στήριξης, γιατί ο δήμος έχει τα περιθώρια να τους στηρίξει, με την προβολή αυτής της πολιτιστικής δραστηριότητας που αναπτύσσεται στην Αθήνα και το άπλωμά τους στις δεκάδες γειτονιάς της Αθήνας".
Ζούμε την καθολική εγκατάλειψη των γειτονιών της Αθήνας
Στην παρέμβασή της η Μαρία Λυσικάτου, υποψήφια δημοτική σύμβουλος και γενική διευθύντρια του κινηματογράφου «Τριανόν», ανάμεσα σε άλλα ανέφερε:
«Είμαστε αυτόπτες μάρτυρες της επιλεκτικής και αμφιλεγόμενης υποστήριξης λίγων σημείων της πόλης και της καθολικής εγκατάλειψης των πλείστων από τις γειτονιές της Αθήνας.
Είμαστε αυτόπτες μάρτυρες της εγκαθίδρυσης του ταξικού πολιτισμού και της υποβάθμισης ενός πολιτισμού χωρίς κοινωνικές και πολιτικές διακρίσεις.
Είδαμε τα τελευταία 4 χρόνια να συρρικνώνονται άπειροι μικροί πολιτιστικοί χώροι, καθώς και μεγάλοι ιστορικοί χώροι πολιτισμού σε όλα τα σημεία της Αθήνας.
Έτσι λοιπόν, για μένα τουλάχιστον, είναι επιτακτική ανάγκη να κατανοήσουμε την πολύ επιτυχή προσφορά αυτών των χωρών και να αναχαιτίσουμε άμεσα αυτόν τον ανήθικο και αδόκητο αφανισμό τους» σημείωσε στην ομιλία της η Μαρία Λυσικάτου.
Όπως είπε, πήρε την απόφαση να συμπαραταχθεί με τη «Λαϊκή Συσπείρωση», «για να μη συνηθίσουμε στη βαρβαρότητα» κόντρα στις όποιες επιπτώσεις. Μάλιστα, όπως ανέφερε, μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της, οι «Νύχτες Πρεμιέρας», ένας κινηματογραφικός θεσμός που χρηματοδοτείται από το υπουργείο Πολιτισμού, την Περιφέρεια Αττικής και τον Δήμο Αθηναίων, και που έχει στηριχθεί και από τον «Τριανόν», διέκοψε τη συνεργασία μαζί του για φέτος.
Σοβαρές ελλείψεις στον ΟΠΑΝΔΑ
Ο Θεοδόσης Μπενάτος, μέλος του ΔΣ του ΟΠΑΝΔΑ και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος, στην ομιλία του σημείωσε ότι «τα χρόνια που προηγήθηκαν η "Λαϊκή Συσπείρωση" Αθήνας ήταν απέναντι στην πολιτική της δημοτικής αρχής και στον ΟΠΑΝΔΑ παρακολουθώντας, παρεμβαίνοντας και διεκδικώντας αυτά που μπορεί να έχουν και πρέπει να έχουν οι εργαζόμενοι του Οργανισμού, οι κάτοικοι της πόλης και οι άνθρωποι του Πολιτισμού και του Αθλητισμού, οι πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι της πόλης.
Αποκαλύψαμε για ποιον μπαίνουν οι προτεραιότητες της δημοτικής αρχής Μπακογιάννη, αλλά και όλα όσα δεν ήθελε αυτή η διοίκηση να συζητούνται.
Μιλήσαμε για τις πολύ σοβαρές ελλείψεις προσωπικού, ειδικά σε τεχνικούς όλων των ειδικοτήτων, φύλακες, προσωπικό καθαριότητας, γυμναστές και βεβαίως μουσικούς.
Σταθήκαμε δίπλα στους εργαζόμενους του Οργανισμού σε αιτήματα και ζητήματά τους.
Καταψηφίσαμε την τιμολογιακή πολιτική του ΟΠΑΝΔΑ, η οποία μετατρέπει σε ανταποδοτική υπηρεσία τα προγράμματα, τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η παραχώρηση χώρων του ΟΠΑΝΔΑ και επιβαρύνει τους δημότες, αλλά και συλλόγους, φορείς και καλλιτέχνες.
Αναδείξαμε την τεράστια έλλειψη χώρων πολιτισμού και αθλητισμού, την προβληματική συντήρηση και φροντίδα τους.
Αναδείξαμε και καταγγείλαμε την προκλητική πολιτική εμπορευματοποίησης και των εργολαβιών σε όλα τα επίπεδα που αποτελεί έναν πραγματικό βραχνά για το έργο του Οργανισμού και τον ρόλο του, για τη λειτουργία και τις δραστηριότητές του και ταυτόχρονα αυξάνει κατά πολύ το κόστος σε οτιδήποτε.
Καταψηφίσαμε την Προγραμματική Σύμβαση.
Όμως όλα αυτά είναι πολύ "λίγα" μπροστά σε αυτά που πρέπει να κάνουμε και θα κάνουμε στη συνέχεια, πιο ενισχυμένοι, πιο δυνατοί μαζί με τον λαό της Αθήνας, τους αθλητικούς συλλόγους και τα καλλιτεχνικά σωματεία, τους εργαζόμενους του ΟΠΑΝΔΑ».
Διαφορετική η αντίληψη της «Λαϊκής Συσπείρωσης» για τους ελεύθερους χώρους
Η Κατερίνα Γεράκη, υποψήφια περιφερειακή σύμβουλος στον Κεντρικό Τομέα, στάθηκε ιδιαίτερα στα εξής:
«Η Λαϊκή Συσπείρωση εκφράζει και στην Περιφέρεια μια διαφορετική αντίληψη για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται ο ελεύθερος χώρος. Ελεύθερος χώρος που θα είναι ανοιχτός για τον λαό, διαθέσιμος για τις ανάγκες του, με ανοιχτές αθλητικές, πολιτιστικές δραστηριότητες, εκεί που θα έχουν βήμα οι νέοι καλλιτέχνες, να μπορεί να εκφραστεί η νέα, σύγχρονη δημιουργία, γιατί στο κάτω - κάτω πώς αλλιώς μπορεί να πάει μπροστά και ο Πολιτισμός».
Εχθρική πολιτική απέναντι στα μικρά και μεσαία θέατρα
Η Μαριάνθη Σοντάκη, υποψήφια δημοτική σύμβουλος, ξεκίνησε την παρέμβασή της λέγοντας ότι είναι ηθοποιός και κάνει μια δουλειά που διαπραγματεύεται την αισθητική, την ουσία, το βάθος, μια δουλειά εντέλει απολύτως πολιτική και αυτό της δημιούργησε την ανάγκη να εμπλακεί.
«Ο πολιτισμός, επί της ουσίας, είναι η καθημερινότητά μου», σημείωσε χαρακτηριστικά. «Πολιτισμός είναι κάθε νέα μητέρα να μπορεί να περπατήσει στη γειτονιά με το καρότσι, κάθε παιδί να έχει ένα λειτουργικό και ωραίο σχολείο, μια καθαρή παιδική χαρά».
Αναφέρθηκε και στην εχθρική πολιτική που ασκείται στα εκατοντάδες μικρά και μεσαία θέατρα που υπάρχουν στα σπλάχνα αυτής της πόλης και στην ανάγκη στήριξης των καλλιτεχνών βιοπαλαιστών που έχουν ανοίξει τα μικρά θέατρα.
Και έκλεισε την ομιλία της με ένα απόσπασμα του Γ. Ρίτσου: «Κι όμως, το νιώθω ακόμη, θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, στην ερημιά σαν κουρασμένος πεισματάρης βράχος, ξεχασμένος, ή ν' αδικιέμαι, ν' αδικώ, να βλέπω ν' αδικούνται οι φίλοι μου και να σωπαίνω, ή σα δαρμένος, μαδημένος σκύλος που κοιτάει καχύποπτα τη σκιά ενός σπουργιτιού και τη σκιά του, δεν μπόρεσα... Όλα είναι τόσο δύσκολα και ίσως για τούτο και να αξίζουν».